τετραϋδροζολίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τετραϋδροζολίνη οι τετραϋδροζολίνες
      γενική της τετραϋδροζολίνης των τετραϋδροζολινών
    αιτιατική την τετραϋδροζολίνη τις τετραϋδροζολίνες
     κλητική τετραϋδροζολίνη τετραϋδροζολίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τετραϋδροζολίνη < τετρα- + υδρο- + ζολίνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τετραϋδροζολίνη θηλυκό,

  • (χημεία, ιατρική) τετραϋδρογονωμένο ετεροκυκλικό παράγωγο της ημιδαζολίνης, από την αιθυλενοδιαμίνη, που χρησιμοποιείται στην οφθαλμολογία σε σταγόνες ή ως ρινικό σπρέυ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]