τετραϋδροζολίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τετραϋδροζολίνη θηλυκό,
- (χημεία, ιατρική) τετραϋδρογονωμένο ετεροκυκλικό παράγωγο της ημιδαζολίνης, από την αιθυλενοδιαμίνη, που χρησιμοποιείται στην οφθαλμολογία σε σταγόνες ή ως ρινικό σπρέυ
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τετραϋδροζολίνη
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τετρα- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υδρο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)