τετραϋδροπυράνιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετραϋδροπυράνιο τα τετραϋδροπυράνια
      γενική του τετραϋδροπυρανίου
τετραϋδροπυράνιου
των τετραϋδροπυρανίων
    αιτιατική το τετραϋδροπυράνιο τα τετραϋδροπυράνια
     κλητική τετραϋδροπυράνιο τετραϋδροπυράνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τετραϋδροπυράνιο < τετρα- + υδρο- + πυράνιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τετραϋδροπυράνιο ουδέτερο,

Μεταφράσεις[επεξεργασία]