τετραϋδροπυράνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετραϋδροπυράνιο ουδέτερο,
- (χημεία): τετραϋδρογονωμένο πυράνιο, ετεροκυκλική οργανική χημική ένωση σε υγρή μορφή που χρησιμοποιείται ως διαλύτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετραϋδροπυράνιο
|