τετραόβολο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετραόβολο τα τετραόβολα
      γενική του τετραοβόλου
τετραόβολου
των τετραοβόλων
    αιτιατική το τετραόβολο τα τετραόβολα
     κλητική τετραόβολο τετραόβολα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τετραόβολο < τετρα- + οβολός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τετραόβολο ουδέτερο,

  • αρχαίο νόμισμα αξίας τεσσάρων οβολών, ή ίσο με δύο τρίτα της δραχμής

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]