τετραόβολο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τετραόβολο ουδέτερο,
- αρχαίο νόμισμα αξίας τεσσάρων οβολών, ή ίσο με δύο τρίτα της δραχμής
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τετραόβολο
|