τζαμιτζής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τζαμιτζής αρσενικό
- ο τζαμάς
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τζάμι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τζαμιτζής
|