τζαναμπετιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τζαναμπετιά | οι | τζαναμπετιές |
γενική | της | τζαναμπετιάς | των | τζαναμπετιών |
αιτιατική | την | τζαναμπετιά | τις | τζαναμπετιές |
κλητική | τζαναμπετιά | τζαναμπετιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τζαναμπετιά < τζαναμπέτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζαναμπετιά θηλυκό
- η συμπεριφορά του τζαναμπέτη, αθλιότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τζαναμπετιά
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)