τζαναμπετιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τζαναμπετιά οι τζαναμπετιές
      γενική της τζαναμπετιάς των τζαναμπετιών
    αιτιατική την τζαναμπετιά τις τζαναμπετιές
     κλητική τζαναμπετιά τζαναμπετιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τζαναμπετιά < τζαναμπέτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τζαναμπετιά θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]