τζιντζερόσουπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τζιντζερόσουπα | οι | τζιντζερόσουπες |
γενική | της | τζιντζερόσουπας | — | |
αιτιατική | την | τζιντζερόσουπα | τις | τζιντζερόσουπες |
κλητική | τζιντζερόσουπα | τζιντζερόσουπες | ||
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα») τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα») | ||||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τζιντζερόσουπα < τζίντζερ (πιπερόριζα) + -ό- + -σουπα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τζιντζερόσουπα θηλυκό
- (γαστρονομία) σούπα με κυρίαρχο στοιχείο βραστές ρίζες πιπερόριζας και άλλα λαχανικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τζιντζερόσουπα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σουπα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)