τζουρίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τζουρίτσα | οι | τζουρίτσες |
γενική | της | τζουρίτσας | — | |
αιτιατική | την | τζουρίτσα | τις | τζουρίτσες |
κλητική | τζουρίτσα | τζουρίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τζουρίτσα < τζούρα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζουρίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του τζούρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τζουρίτσα
|