τιτλοφόρηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τιτλοφόρηση οι τιτλοφορήσεις
      γενική της τιτλοφόρησης* των τιτλοφορήσεων
    αιτιατική την τιτλοφόρηση τις τιτλοφορήσεις
     κλητική τιτλοφόρηση τιτλοφορήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τιτλοφορήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τιτλοφόρηση < τιτλοφορη- (τιτλοφορώ) + -ση

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ti.tloˈfo.ɾi.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τιτλοφόρηση θηλυκό

  1. ονοματοδοσία
  2. η (κατα)γραφή του ονόματος σε ή για κάτι
  3. η απονομή τιμητικού τίτλου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • λήμμα τιτλοφορώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)