τμηματεκτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τμηματεκτομή < τμηματ(ος) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τμηματεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) αφαίρεση τμήματος όγκου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τμηματεκτομή
|