τοστάδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τοστάδικο ουδέτερο
- (νεολογισμός, προφορικό) μαγαζί που παρασκευάζει και πουλά τοστ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τοστ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τοστάδικο
|