Μετάβαση στο περιεχόμενο

τοστάδικο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τοστάδικο τα τοστάδικα
      γενική του τοστάδικου των τοστάδικων
    αιτιατική το τοστάδικο τα τοστάδικα
     κλητική τοστάδικο τοστάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τοστάδικο < τοστ + -άδικο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τοστάδικο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη τοστ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]