τουμπόραμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τουμπόραμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τουμπόραμα ουδέτερο
- σωλήνας από πολυαιθυλένιο που χρησιμοποιείται στην ύδρευση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τουμπόραμα
|