τραγανόχειλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραγανόχειλη < τραγανόχειλος + -η
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τραγανόχειλη θηλυκό
- (οικείο) θηλυκό του τραγανόχειλος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις τραγανόχειλος, τραγανός και χείλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τραγανόχειλη
|