τραγανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τραγανός | η | τραγανή | το | τραγανό |
γενική | του | τραγανού | της | τραγανής | του | τραγανού |
αιτιατική | τον | τραγανό | την | τραγανή | το | τραγανό |
κλητική | τραγανέ | τραγανή | τραγανό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τραγανοί | οι | τραγανές | τα | τραγανά |
γενική | των | τραγανών | των | τραγανών | των | τραγανών |
αιτιατική | τους | τραγανούς | τις | τραγανές | τα | τραγανά |
κλητική | τραγανοί | τραγανές | τραγανά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραγανός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τραγανός[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɾa.ɣaˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρα‐γα‐νός
Επίθετο[επεξεργασία]
τραγανός, -ή, -ό
- που έχει ξεροψηθεί κι, όταν το το μασάς, τρίζει
- κρουστός, σκληρός (στην υφή) (π.χ. για φρούτα: κεράσια κ.λπ.
- (ουσιαστικοποιημένο) τραγανό: χόνδρος (στο αφτί, τη μύτη κ.α.)
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τραγανός
[επεξεργασία]
- ↑ τραγανός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τραγανός αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) συνώνυμο του τράγος: χόνδρος
- ※ <χόνδρος>· τραγανός. οὗτος ὁ ἅλιξ. ἢ παχύς, ἢ μωρός ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Χ
Επίθετο[επεξεργασία]
τραγανός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
[επεξεργασία]
- τράγανον (του αυτιού)
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- τραγανός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ανός (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)