Μετάβαση στο περιεχόμενο

τραμπουκαριό

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τραμπουκαριό τα τραμπουκαριά
      γενική του τραμπουκαριού των τραμπουκαριών
    αιτιατική το τραμπουκαριό τα τραμπουκαριά
     κλητική τραμπουκαριό τραμπουκαριά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τραμπουκαριό <τραμπούκ(ος) + -αριό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τραμπουκαριό ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]