τρικυμιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τρικυμιά | οι | τρικυμιές |
γενική | της | τρικυμιάς | των | τρικυμιών |
αιτιατική | την | τρικυμιά | τις | τρικυμιές |
κλητική | τρικυμιά | τρικυμιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρικυμιά θηλυκό
- άλλη μορφή του τρικυμία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρικυμιά
→ δείτε τη λέξη τρικυμία |