τριπλούν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τριπλούν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τριπλοῦν, ουδέτερο του τριπλοῦς, συνηρημένου τύπου του τριπλόος, ουσιαστικοποιημένο σε εκφράσεις και περικοπές όπως: άλμα εις τριπλούν & τριπλούν (εννοείται: εμβόλιο)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tɾiˈplun/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐πλούν
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τριπλούν ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) ονομασία αθλήματος του στίβου όπου ο αθλητής δικαιούται να κάνει δύο άλματα και στο τρίτο να καταλήξει στο σκάμμα
- (ιατρική) κοινή ονομασία του τριπλού εμβολίου για τη διφθερίτιδα, τον τέτανο και τον κοκκύτη
- άλλες μορφές: τριπλό εμβόλιο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη τριπλός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- τριπλούν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τριπλούν - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)