τριπλούν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τριπλοῦν

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τριπλούν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τριπλοῦν, ουδέτερο του τριπλοῦς, συνηρημένου τύπου του τριπλόος, ουσιαστικοποιημένο σε εκφράσεις και περικοπές όπως: άλμα εις τριπλούν & τριπλούν (εννοείται: εμβόλιο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɾiˈplun/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐πλούν

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τριπλούν ουδέτερο άκλιτο

  1. (αθλητισμός) ονομασία αθλήματος του στίβου όπου ο αθλητής δικαιούται να κάνει δύο άλματα και στο τρίτο να καταλήξει στο σκάμμα
  2. (ιατρική) κοινή ονομασία του τριπλού εμβολίου για τη διφθερίτιδα, τον τέτανο και τον κοκκύτη
    άλλες μορφές: τριπλό εμβόλιο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη τριπλός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]