τριόδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τριόδι | τα | τριόδια |
γενική | του | τριοδιού | των | τριοδιών |
αιτιατική | το | τριόδι | τα | τριόδια |
κλητική | τριόδι | τριόδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τριόδι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τριόδι ουδέτερο
- είδος παιχνιδιού που παίζεται με εννιά πέτρες, παρόμοιο με τον γραμμισμό, διαγραμμισμό των αρχαίων παρόλο που εκείνο το παιχνίδι παιζόταν με 60 ψήφους[1]
- ※ Εννειάπετρο, το παρ' άλλοις τριόδι παίζεται μ' εννειά πετράδια εκατέρωθεν (Αντώνιος Ν. Βαλλήνδας, Πάρεργα, φιλολογικά πονήματα, τεύχος Α, Ερμούπολη, Τύποις Αδελφών Καμπάνη, 1887, σελ. 65 [2])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τριόδι
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Σκαρλάτος Βυζάντιος Λεξικόν της καθ' ἡμάς ἑλληνικής διαλέκτου, Αθήνα, 1835, σελ. 285 [1]