τσέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τσέτης | οι | τσέτες |
γενική | του | τσέτη | των | τσετών |
αιτιατική | τον | τσέτη | τους | τσέτες |
κλητική | τσέτη | τσέτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσέτης < (άμεσο δάνειο) τουρκική cete
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσέτης αρσενικό
- (ιστορία) Τούρκος ελληνοκτόνος πολιτοφύλακας κατά τη μικρασιατική εκστρατεία
- Τούρκος άτακτος στρατιώτης που πολεμούσε εναντίον του ελληνικού στρατού κατά τη μικρασιατική εκστρατεία