τσαμπάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τσαμπάς | οι | τσαμπάδες |
γενική | του | τσαμπά | των | τσαμπάδων |
αιτιατική | τον | τσαμπά | τους | τσαμπάδες |
κλητική | τσαμπά | τσαμπάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσαμπάς < αβέβαιης ρίζας, αλλά πάντως ξενικής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσαμπάς αρσενικό
- ηπειρώτικη λέξη για το μακρύ μαλλί
- η αλογοουρά στα μαλλιά