τσιμεντοβιομηχανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσιμεντοβιομηχανία < τσιμέντο + βιομηχανία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσιμεντοβιομηχανία θηλυκό
- βιομηχανία κατασκευής τσιμέντου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσιμεντοβιομηχανία
|