Μετάβαση στο περιεχόμενο

τσιμπίδι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιμπίδι τα τσιμπίδια
      γενική του τσιμπιδιού των τσιμπιδιών
    αιτιατική το τσιμπίδι τα τσιμπίδια
     κλητική τσιμπίδι τσιμπίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσιμπίδι < τσιμπίδ(α) + υποκοριστικό επίθημα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσιμπίδι ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]