τσιμπιέμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσιμπιέμαι: παθητική φωνή του ρήματος τσιμπάω / τσιμπώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡simˈbʝe.me/ & /t͡siˈbʝe.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσι‐μπιέ‐μαι

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

τσιμπιέμαι, π.αόρ.: τσιμπήθηκα, μτχ.π.π.: τσιμπημένος, (ενεργ.: τσιμπάω/τσιμπώ)

  1. παθητικές σημασίες του τσιμπάω → δείτε και την κλίση 
  2. (οικείο) ερωτεύομαι
  3. (αργκό) παίρνω ναρκωτικά με ένεση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]