τσιρτσιπλάκης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσιρτσιπλάκης οι τσιρτσιπλάκηδες
      γενική του τσιρτσιπλάκη των τσιρτσιπλάκηδων
    αιτιατική τον τσιρτσιπλάκη τους τσιρτσιπλάκηδες
     κλητική τσιρτσιπλάκη τσιρτσιπλάκηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσιρτσιπλάκης < τουρκικής: (ουσιαστικό) “çiplak” (πρφ: τσίπλακ) σημασία: γυμνός / (: ολόγυμνος) < çιr(il)-çiplak

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσιρτσιπλάκης αρσενικό

  1. πάμφτωχος
  2. τσίτσιδος