τσιρτσιπλάκης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσιρτσιπλάκης < τουρκικής: (ουσιαστικό) “çiplak” (πρφ: τσίπλακ) σημασία: γυμνός / (: ολόγυμνος) < çιr(il)-çiplak
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσιρτσιπλάκης αρσενικό