τυροπιτάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τυροπιτάκι | τα | τυροπιτάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τυροπιτάκι | τα | τυροπιτάκια |
κλητική | τυροπιτάκι | τυροπιτάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τυροπιτάκι < υποκοριστικό του τυρόπιτα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τυροπιτάκι ουδέτερο
- μικρή τυρόπιτα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- επειδή αποτελεί τυπικό ξεχωριστό είδος η χρήση του με σμικρυντική ή χαϊδευτική σημασία για τυρόπιτα αποφεύγεται γενικότερα και προτιμούνται τα άλλα υποκοριστικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τυροπιτάκι
|