υπερδόμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερδόμηση | οι | υπερδομήσεις |
γενική | της | υπερδόμησης* | των | υπερδομήσεων |
αιτιατική | την | υπερδόμηση | τις | υπερδομήσεις |
κλητική | υπερδόμηση | υπερδομήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερδομήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερδόμηση (νεολογισμός) < υπερ- + δόμηση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερδόμηση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερδόμηση
|
Πηγές
[επεξεργασία]- υπερδόμηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- υπερδόμηση - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr