υποπλοκή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποπλοκή θηλυκό
- η επιμέρους πλοκή σ’ ένα λογοτεχνικό, θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποπλοκή
|