υφολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υφολογία θηλυκό
- (φιλολογία, ψυχολογία) η μελέτη του ύφους των λέξεων, των εκφράσεων, των ενεργειών
- (τεχνολογία υλικών) η μελέτη της υφής
Παράγωγα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] (φιλολογία)
(τεχνολογία υλικών)
|