φακοσαλάτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φακοσαλάτα οι φακοσαλάτες
      γενική της φακοσαλάτας των φακοσαλατών
    αιτιατική τη φακοσαλάτα τις φακοσαλάτες
     κλητική φακοσαλάτα φακοσαλάτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
φακοσαλάτα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φακοσαλάτα < φακές + -ο- + σαλάτα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φακοσαλάτα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]