φαντασιακό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
- φαντασιακό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαντασιακό ουδέτερο
- (φιλοσοφία, ψυχολογία) πλαίσιο αξιών, εύρος αρχών κι ιδεολογιών φανταστικά πλασμένων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φαντασιακό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του φαντασιακός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)