φαρμακοδιέγερση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φαρμακοδιέγερση | οι | φαρμακοδιεγέρσεις |
γενική | της | φαρμακοδιέγερσης* | των | φαρμακοδιεγέρσεων |
αιτιατική | τη | φαρμακοδιέγερση | τις | φαρμακοδιεγέρσεις |
κλητική | φαρμακοδιέγερση | φαρμακοδιεγέρσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φαρμακοδιεγέρσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαρμακοδιέγερση θηλυκό
- το ντόπινγκ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαρμακοδιέγερση
|