φαρμακοποιία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαρμακοποιία θηλυκό
- (φαρμακευτική) H Φαρμακοποιία περιέχει προδιαγραφές που αφορούν κυρίως τον έλεγχο, αλλά και την παραγωγή φαρμακευτικών α΄ υλών και σκευασμάτων.
- ο τομέας της παρασκευής και πώλησης φαρμάκων
- Περνάει κρίση η ελληνική φαρμακοποιία
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαρμακοποιία