φελλοτάπητας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φελλοτάπητας οι φελλοτάπητες
      γενική του φελλοτάπητα των φελλοταπήτων
    αιτιατική τον φελλοτάπητα τους φελλοτάπητες
     κλητική φελλοτάπητα φελλοτάπητες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φελλοτάπητας < φελλός + τάπητας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φελλοτάπητας αρσενικό

  • ρινίσματα φελλού αναμεμιγμένα με κολλώδεις ουσίες που απλώνεται πάνω σε χοντρό ύφασμα ή άλλο υλικό για να σχηματιστεί μονωτικό στρώμα (στους τοίχους, στο δάπεδο, ή για στρωματίδιο για γυμναστική και για εκδρομές)
    φελλοτάπητας επί σκηροδέματος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]