φελλοτάπητας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φελλοτάπητας αρσενικό
- ρινίσματα φελλού αναμεμιγμένα με κολλώδεις ουσίες που απλώνεται πάνω σε χοντρό ύφασμα ή άλλο υλικό για να σχηματιστεί μονωτικό στρώμα (στους τοίχους, στο δάπεδο, ή για στρωματίδιο για γυμναστική και για εκδρομές)
- φελλοτάπητας επί σκηροδέματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φελλοτάπητας
|