φεουδαρχισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φεουδαρχισμός < φεουδαρχία + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φεουδαρχισμός αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φεουδαρχισμός
→ δείτε τη λέξη φεουδαρχία |