φευγάτισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φευγάτισμα τα φευγατίσματα
      γενική του φευγατίσματος των φευγατισμάτων
    αιτιατική το φευγάτισμα τα φευγατίσματα
     κλητική φευγάτισμα φευγατίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φευγάτισμα < φευγατίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φευγάτισμα ουδέτερο

  1. η φυγάδευση καταδιωκομένων, η απόδραση συνήθως με συνεργό
  2. η απομάκρυνση αντικειμένων, το κρύψιμο σε άλλο μέρος, για να μην τα βρει κάποιος που τα αναζητεί

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]