φευγάτισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φευγάτισμα < φευγατίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φευγάτισμα ουδέτερο
- η φυγάδευση καταδιωκομένων, η απόδραση συνήθως με συνεργό
- η απομάκρυνση αντικειμένων, το κρύψιμο σε άλλο μέρος, για να μην τα βρει κάποιος που τα αναζητεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φευγάτισμα
|