φλοίσβισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φλοίσβισμα < φλοίσβ(ος) + -ισμα[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈfli.zvi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλοί‐σβι‐σμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φλοίσβισμα ουδέτερο
- ο φλοίσβος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φλοίσβισμα
→ δείτε τη λέξη φλοίσβος |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ φλοίσβισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας