φορατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φορατζής < φόρος + -ατζής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φορατζής αρσενικό
- (επάγγελμα) ο φοροεισπράκτορας στις αρχές του περασμένου αιώνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φορατζής