φραγκοραφτάδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φραγκοραφτάδικο ουδέτερο
- παλιότερα, μέχρι τις αρχές του περασμένου αιώνα, το ραφείο όπου ο ράφτης γνώριζε καλά να ράβει κυρίως φραγκικα ρούχα, όπως έλεγαν τότε τα δυτικά κοστούμια σε αντιδιαστολή προς τη φουστανέλα ή άλλες ενδυμασίες που θεωρούνταν καθαρά ελληνικές και όχι ξενόφερτες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φραγκοραφτάδικο
|