Μετάβαση στο περιεχόμενο

φραπεδούμπα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φραπεδούμπα οι φραπεδούμπες
      γενική της φραπεδούμπας
    αιτιατική τη φραπεδούμπα τις φραπεδούμπες
     κλητική φραπεδούμπα φραπεδούμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φραπεδούμπα < (φραπές, φραπέδες) φραπεδ- + -ούμπα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φραπεδούμπα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]