φραπές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φραπές οι φραπέδες
      γενική του φραπέ των φραπέδων
    αιτιατική τον φραπέ τους φραπέδες
     κλητική φραπέ φραπέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φραπές < φραπέ + για τη δημιουργία κλίσης < (άμεσο δάνειο) γαλλική frappé (χτυπημένος) < frapper

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φραπές αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]