φτωχοκόριτσο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτωχοκόριτσο τα φτωχοκόριτσα
      γενική του φτωχοκόριτσου των φτωχοκόριτσων
    αιτιατική το φτωχοκόριτσο τα φτωχοκόριτσα
     κλητική φτωχοκόριτσο φτωχοκόριτσα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φτωχοκόριτσο < φτωχός και κορίτσι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φτωχοκόριτσο ουδέτερο

  • το κορίτσι που δεν έχει τα μέσα να συντηρηθεί
    γειτονιές γεμάτες φτωχοκόριτσα, στα παραθύρια με την ελπίδα του καλού γαμπρού που δε λέει να φανεί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]