φωνοπάθεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωνοπάθεια οι φωνοπάθειες
      γενική της φωνοπάθειας των φωνοπαθειών
    αιτιατική τη φωνοπάθεια τις φωνοπάθειες
     κλητική φωνοπάθεια φωνοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωνοπάθεια < φωνή + -πάθεια (< πάθος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φωνοπάθεια θηλυκό

  • (ιατρική): γενική ονομασία πάθησης της φωνής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]