φωνωδία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φωνωδία | οι | φωνωδίες |
γενική | της | φωνωδίας | των | φωνωδιών |
αιτιατική | τη | φωνωδία | τις | φωνωδίες |
κλητική | φωνωδία | φωνωδίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωνωδία θηλυκό
- η τέχνη να τραγουδά κάποιος χωρίς προφορά λέξεων
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- η λέξη μαρτυρείται από το 1888 υπό του Γ. Λαμπίρη, σε ελληνική απόδοση της γαλλικής vocalisation.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωνωδία
|