φωτίνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωτίνο τα φωτίνα
      γενική του φωτίνου των φωτίνων
    αιτιατική το φωτίνο τα φωτίνα
     κλητική φωτίνο φωτίνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

φωτίνο < φωτ- + -ίνο (όπως νετρίνο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φωτίνο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]