χέρσωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χέρσωση | οι | χερσώσεις |
γενική | της | χέρσωσης* | των | χερσώσεων |
αιτιατική | τη | χέρσωση | τις | χερσώσεις |
κλητική | χέρσωση | χερσώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χερσώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χέρσωση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική χέρσωσις, χερσώ(νω) + -ση (-σις) [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χέρσωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χερσώνω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χέρσωση
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ «χερσώνω - χέρσωμα, χέρσωση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)