χαλικόστρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαλικόστρωση | οι | χαλικοστρώσεις |
γενική | της | χαλικόστρωσης | των | χαλικοστρώσεων |
αιτιατική | τη | χαλικόστρωση | τις | χαλικοστρώσεις |
κλητική | χαλικόστρωση | χαλικοστρώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλικόστρωση < (καθαρεύουσα) χαλικόστρωσις, χαλικοστρώ(νω) + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαλικόστρωση θηλυκό
- (οικοδομική) το χαλικόστρωμα, η επίστρωση δρόμου ή άλλης επιφανείας με χαλίκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλικόστρωση
|