χαλικόστρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαλικόστρωμα ουδέτερο (δόκιμος ο ενικός)
- στρώμα ή στρώση από χαλίκι σε δρόμο ή αυλή ή παραλία
- Κάτω από το χαλικόστρωμα θα βρεις μόνο χώματα και κατσάβραχα
- η ενέργεια του χαλικοστρώνω, η επίστρωση με χαλίκι, το επιχαλίκωμα
- Άρχισε το χαλικόστρωμα του δρόμου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- χαλίκωμα
- χαλίκωση (επιχαλίκωση επιφάνειας αλλά και νόσος
- χαλικοστρώνω
- ο χαλικόστρωτος, -η, -ο και χαλικοστρωμένος και χαλικωτός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλικόστρωμα