χαλικωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλικωτός < χαλίκι
Επίθετο[επεξεργασία]
χαλικωτός
- που η επίστρωσή του είναι από χαλίκι, τον έχουν καλύψει με χαλίκι
- ※ Ανέβηκαν λίγον πετρωτόν ανήφορο με κόπο πατώντας στο γυαλιστερό χαλικωτό μονοπάτι. (Βασίλης Ρώτας Οι ροδιές της Ζήρειας [διήγημα])
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλικωτός
|