Μετάβαση στο περιεχόμενο

χαμάμ

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ταμάμ
Το εσωτερικό ενός χαμάμ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαμάμ < (άμεσο δάνειο) τουρκική hamam < αραβική حمّام (ḥammām: ζεστό νερό, χαμάμ) < ρίζα ح م م ‎(ḥ-m-m: ζεστός)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /xaˈmam/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαμάμ ουδέτερο άκλιτο

  1. κτήριο με θερμά λουτρά και (κατ’ επέκταση) το σωματικό πλύσιμο σ’ αυτά
  2. (μεταφορικά) κάθε κτήριο ή δωμάτιο με υπερβολική ζέστη

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]