χαμασίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαμασίτης οι χαμασίτες
      γενική του χαμασίτη των χαμασιτών
    αιτιατική τον χαμασίτη τους χαμασίτες
     κλητική χαμασίτη χαμασίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαμασίτης < Χαμάς + -ίτης < αγγλική Hamas < αραβική حماس (ḥamās)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαμασίτης αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]