χαμασίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαμασίτης αρσενικό
- (πολιτική, στρατιωτικός όρος) μέλος ή οπαδός της Χαμάς
- ※ Η επίθεση της Χαμάς προκαλεί την τεράστια κινητοποίηση των ισραηλινών δυνάμεων, που θέλουν να εκδικηθούν. Προφανώς τα θύματα θα είναι χιλιάδες. Αλλά αυτό δεν το σκέφτονται ούτε οι Ισραηλινοί, ούτε οι χαμασίτες. (www.topontiki.gr, 10.10.2023)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαμασίτης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίτης (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)