χαμοκερασιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαμοκερασιά | οι | χαμοκερασιές |
γενική | της | χαμοκερασιάς | των | χαμοκερασιών |
αιτιατική | τη | χαμοκερασιά | τις | χαμοκερασιές |
κλητική | χαμοκερασιά | χαμοκερασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαμοκερασιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαμοκερασιά θηλυκό
- άγρια φράουλα επιστ. ονομ. fragaria vesca
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαμοκερασιά
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)